05-05-2018
Στη δια-φωνη γυάλα

Αν υπάρχει αυτός ο διχασμός είναι γιατί μάλλον έτσι είμαστε. Ετερογνωμούμε και μένουμε εκεί. Λέμε τα ίδια, αλλάζουμε λέξεις και αφήνουμε –κάθε που βραδιάζει με γεμάτα ποτήρια– να σπάμε τη σκέψη σε κάθε γουλιά.

     Εσύ όμως τους παρατηρείς να μοιράζουν χειραψίες πριν καθίσουν και με τις πρώτες φράσεις τα βλέμματα φουντώνουν. Άλλο φέρνει ο νους και αλλού το πάνε. Σηκώνουν το στήθος, σταυρώνουν τα χέρια και φτύνουν άλλα τόσα «γιατί». Είναι λες και τελικά γεννήθηκαν τότες και βρήκαν μιλιά καλή –κανονική– πριν το χτύπημα για το πρώτο κλάμα. Μόνο που τα νεογνά κάνουν λάθη· αυτοί όμως ούτε λάθη γεννήθηκαν, ούτε νεογνά έσπειραν.

     Με ένα μυαλό, κανείς δεν περπάτησε στα ίσια του. Έφερε τον νου του δίπλα σε όλους και πριν καλά τους ακούσει, διέκοψε να πει, να μιλήσει, να γίνει αιτίαση απάντησης κι ας μην τον ρώτησαν. Είναι που σε μια γυάλα δεν χωρούν όλα τα ζώδια. Σαν χεριές σπρώχνουν τις λέξεις πίσω, ό,τι κι αν ξεστόμισες. Έτσι πιάνει ο πνιγμός.

     Φτάνει τα φωνήεντα ν’ αλλάζουν θέση και να μιλούν σαν σύμφωνα, με τη γλώσσα να γίνεται ροδάνι και ας μην τους ακούει κανείς. Τόσο μιλούν, τόσο φτύνουν. Και η γυάλα αφήνει αφρούς, πομφόλυγες, μήπως και ο θυμός εκτονωθεί. Κοχλάζουν φουσκαλίδες και σαν καζάνι ζωής τεντώνει το σχοινί από μόνο του.

     Στο νερό με τα πιράνχας κανείς δεν βρέχει δάχτυλα. Μόνο ξέρουν να φωνάζουν και να φεύγουν γεμάτοι οργή και στίξη. Μέχρι τόσο φτάνουν οι αράδες τους. Λένε, είπαν, λένε και βάζουν «μια φωνή» σαν όλες τις λέξεις μαζί. Σηκώνουν τα χέρια, δεν ακούν.

     — Αν δεν συμφωνάς, ας αντικρένεις, μάνα μου.

     Το γυαλί όμως είναι διάφανό. Κρύβει μόνο όσα δεν λένε. Γιατί στον κόσμο αυτόν όλα επιπλέουν, σαν τάπες απ’ τις μποτίλιες. Όσες να πιούν, τόσες να πετάξουν. Το γυαλί δεν αλλάζει, είναι άηχο κι όλα τα δείχνει. Παραμορφώνει αλήθειες και μοιάζουν τα δόντια τους με κάγκελα που σφίγγουν τη σκέψη και το οξυγόνο απ’ τις λέξεις.

     Μα μέχρι κάποιος να ξεστομίσει κάτι, μέχρι η φράση του όλη να σηκώσει απόνερα, έχουν ήδη φωνή για όλα. Σε κοντραστάρουν με το «καλημέρα», πριν καλά σε ακούσουν. Τους αρκεί να μιλάς κι έτσι βρίσκουν λόγο να σκεπάσουν τις λέξεις σου. Ασύμφωνοι, σαν το νερό με το λάδι –που θέλει ένα μάτι να τα ενώσει–, το μόνο που κάνουν είναι να εναντιολογούν και μάλιστα με ένταση· τόση που τα μάτια τους είναι πρόθυμα να πεταχτούν πάνω σου, σαν κόκκινες σφαίρες που δεν συμφωνούν.

     Αλλά έτσι είναι η γυάλα. Έχει τόσο χώρο όσο το νερό της. Και στα νερά των άλλων δεν υπάρχει μέρος για ξένο πλαγκτόν, παρά μόνο στη βρώση του. Τόσο μικρός φαντάζει ο κόσμος τους, τόσο ήρεμος που στην επιφάνεια ανεβαίνουν μόνο για να βρουν τροφή. Μετά απλώς βυθίζονται και φέρνουν γυρασιές, περιμένοντας μήπως κάποια απόχη δώσει μια επι-πλέον αγωνία.

     Κι ας αντιγνωμούν, δεν πειράζει. Κι ας αντιφέρονται, δεν πειράζει. Αρκεί που ακούγονται και βρίσκουν νερό να πνιγούν.

     — Τόσες λέξεις, μην τις σκορπάτε όμως. Θα βρεθούν χνώτα να ταιριάζουν με τη γυάλα σας.



freewords.gr | ΤΕΥΧΟΣ ΦΕΒ. 2018

REPOSTED FROM LINK