24-12-2016
Χριστούγεννα για ό.λους

Η Μαντλίν έστρωσε το τραπέζι. Τόσα σερβίτσια, όσα και τα μέλη της οικογένειας. Ανάμεσα στα κρυστάλλινα ποτήρια τοποθέτησε δύο κεριά. Και τα δύο λευκά, με στολίδια, στα κηροπήγια του γάμου της. Ίδια όμως· μεταξύ τους ολόιδια.

      Όλα ήταν έτοιμα. Οι μυρωδιές της γαλοπούλας, τα ψητά λαχανικά με τη σάλτσα μελιού, το τζίντζερ απ’ την αχνιστή σούπα και φυσικά η επιλογή στις φιάλες του κρασιού. Ο Έρικ ποτέ δεν άφηνε κάτι στην τύχη. Απ’ την προηγούμενη μέρα κιόλας της είχε φέρει τα αγαπημένο «κόκκινο».

       Ακούμπησε την πετσέτα στον πάγκο, έφτιαξε την απόσταση στα μαχαιροπίρουνα, άλλαξε θέση στα πιάτα και με την παλάμη της ίσιωσε τις άκρες απ’ το κεντητό τραπεζομάντηλο. Ανάμεσα στα κηροπήγια και λίγα κλαδιά από γκι· η προτίμησή της.

      Θα τ’ ανάψω όταν καθίσουμε όλοι μαζί, σκέφτηκε και όλη η κούραση σκόρπισε στο νευρικό της σύστημα. Γέμισε ένα ποτήρι και κάθισε στον καναπέ. Θα προλάβαινε λίγο να χαλαρώσει. Ανακίνησε το κρασί, αφέθηκε στις μυρωδιές και δοκίμασε. Κράτησε τη γουλιά στο στόμα και η γεύση της άλλαξε. Ο ουρανίσκος ερεθίστηκε και έκλεισε τα μάτια.

      Ο ήχος του τηλεφώνου την τρόμαξε. Έβηξε και ο καναπές γέμισε κηλίδες. Σκούπισε το στόμα της με το χέρι και έτρεξε στο ακουστικό. Ακόμα ένας χτύπος μέχρι ν’ απαντήσει.

      «Ίρις, εσύ; Ίρις; Ίρις μου;» είπε και η ανάσα της μύρισε.

      «Mammy; Μου έφτιαξες ψητά λαχανικά;»

     Η Μαντλίν σχεδόν δάκρυσε στο ακουστικό. Στηρίχθηκε στον τοίχο και το βλέμμα της καρφώθηκε σ’ εκείνο το σημάδι απ’ την προηγούμενη φορά. Δύσκολα μπορούσε να ξεχάσει.

      «Ναι, μωρό μου, όλα έτοιμα. Θ’ αργήσεις;»

     «Είμαι ήδη στον δρόμο και πεινάω τόσο πολύ! Έρχομαι», της είπε και μια μουσική ακουγόταν δυνατά μέσα απ’ τη γραμμή του τηλεφώνου. «Θέλετε κάτι να σας φέρω;»

      «Εσένα», ψιθύρισε η Μαντλίν.

      «Mammy, δεν σ’ ακούω. Θες κάτι απ’ έξω;»

      «Όχι, μωρό μου. Σε περιμένουμε. Να προσέχεις, σε παρακαλώ. Χιονίζει».

      Η γραμμή, όμως, είχε ήδη κλείσει. Η Μαντλίν άκουσε βήματα. Ο Έρικ τη βρήκε δίπλα απ’ το ακουστικό να σκουπίζει το πρόσωπό της.

      «Αγάπη μου, ποιος ήταν στο τηλέφωνο;» ρώτησε.

      Όλα ίδια, σκέφτηκε, όλα τόσο μα τόσο ίδια, ρε γαμώτο.

      «Πάω να ετοιμαστώ. Έρχεται, είναι στον δρόμο. Ετοίμασε αν θες τη σαλάτα», είπε και τον φίλησε. Η σκάλα τραντάχτηκε καθώς ανέβαινε στα δωμάτια.

      Ο Έρικ κοίταξε για λίγο το τραπέζι και χαμογέλασε. Πάντα τόσο όμορφο, τόσο περιποιημένο, σκέφτηκε. Στο βάθος το τζάκι φάνηκε να χρειάζεται ενίσχυση. Τύλιξε το κασκόλ και βγήκε στο χιόνι. Μετά θα έφτιαχνε τη σπεσιαλιτέ του: πράσινη σαλάτα με ξηρούς καρπούς, πορτοκάλι και αβοκάντο.

 

libron circles

 

«Δεν θα φύγεις; Παραμονή είναι».

     Ο Μάρτιν κοίταξε τη συνεργάτιδά του και δεν έκανε αυτό που αρχικά πέρασε απ’ τον νου του. Πάντα οι δεύτερες σκέψεις ήταν πιο σωστές.

     «Ξέρεις κάτι;» είπε κι έβγαλε τα γυαλιά του. «Το ‘χεις για ένα ποτάκι;»

     Η Τζέσικα ξαφνιάστηκε. Δεν κατάλαβε αν όντως το εννοούσε ή αν ήταν ένα ακόμα κόλπο του για να την τεστάρει. Κάτι όμως βρήκε στο βλέμμα του και το ρίσκαρε.

     «Εγώ τελείωσα ήδη».

     Την είδε να δαγκώνει τα χείλη της στραβά και κατέβασε την οθόνη του φορητού υπολογιστή. Λιγότερο φως πλέον, πιο ύποπτες σκιές.

     «Κερνάω», είπε και έβαλε το παλτό του.

     Ακόμα δάγκωνε τα χείλη της. Τώρα ίσως και λίγο πιο έντονα.

 

libron circles

 

Η προϊσταμένη του ορόφου έκανε έναν τελευταίο έλεγχο στα έγγραφα του πρωτοκόλλου. Η πτέρυγα ήταν ήρεμη και οι εφημερίες είχαν σημειωθεί. Απέμενε μόνο να σιγουρευτεί ότι η καινούργια νοσηλεύτρια δεν θα αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα με τον τύπο στο Β12. Κοίταξε την καρτέλα του, τις δοσολογίες με τα φάρμακα και προς στιγμή σκέφτηκε να του κάνει εκείνη τη βραδινή ένεση και μετά να φύγει. Να μην την αφήσει μόνη της. Πάντα οι ενέσεις είχαν μια αίσθηση επαφής.

     «Κυρία προϊσταμένη», εμφανίστηκε η Χέλμθα απ’ την άλλη πλευρά του διαδρόμου. «Ξέρετε τι ώρα αλλάζουν οι φύλακες για το Β12 απόψε;»

     Το είκοσι έξι ετών νεαρό κορίτσι είχε μια αφέλεια και μια φρεσκάδα που ακόμα και όταν μάζευε τα μακριά μαύρα της μαλλιά, δεν κρυβόταν. Της εξήγησε τη διαδικασία, τα ωράρια και έκλεισε τις καρτέλες ασθενών. Μια χαρά θα τα καταφέρει, σκέφτηκε και πήγε ν’ αλλάξει. Ήταν ήδη εννιά παρά και είχε τουλάχιστον είκοσι λεπτά δρόμο για το σπίτι της. Τα δώρα ήταν ακόμα στο πορτμπαγκάζ της.

 

libron circles

 

Η Ίρις κάθισε στο τραπέζι και πριν καλά ξεκινήσουν δοκίμασε τα λαχανικά. Η Μαντλίν την κοίταξε με το ύφος του «περίμενε!» και ο Έρικ ήδη χαμογελούσε μαζί τους, καθώς προσπαθούσε ν’ ανοίξει το μπουκάλι με το κρασί.

     «Πόσο χαίρομαι που απόψε είμαστε μαζί», είπε η Μαντλίν και σέρβιρε τη σούπα. Η Ίρις έσκυψε από πάνω και η μυρωδιά τη δυσκόλεψε.

     «Τζίντζερ;» ρώτησε.

     «Ναι αγάπη μου, είναι καινούργια συνταγή», καμάρωσε η Μαντλίν. Ο Έρικ ακόμα χαμογελούσε. Γνώριζε καλύτερα την κόρη τους. Δεν υπήρχε περίπτωση ούτε καν να δοκιμάσει και περίμενε.

     «Θα δυναμώσω λίγο τη μουσική», είπε η Ίρις και βρήκε ευκαιρία να σηκωθεί απ’ το τραπέζι. Έμεινε η σούπα σε μια άδεια θέση, ν’ αλλάζει τη θερμοκρασία της.

     «Στην υγειά μας», είπε ο Έρικ και σήκωσε το ποτήρι του.

     Η Μαντλίν ήταν ευτυχισμένη. Απ’ τις λίγες φορές που είχε την ευκαιρία να μυρίζει το σπίτι οικογένεια, πόσω μάλλον να μαγειρεύει και να μοιράζεται στιγμές με την κόρη τους. Η Ίρις ήπιε το πρώτο ποτήρι και δοκίμασε τη γέμιση με τα κάστανα. Ο Έρικ την κοίταξε με τη χαρά του πατέρα, κι εκείνη του έκλεισε το μάτι καθώς άφηνε δίπλα της το μπολ με το «αχνιστό τζίντζερ». Η Μαντλίν ανακάτευε τη σούπα της και έψαχνε για λίγο κρασί.

     «Περιμένουμε κάποιον ακόμα;» ρώτησε η Ίρις. Οι γονείς της κοιτάχτηκαν χωρίς να απαντήσουν.

     «Τότε αυτό το πιάτο περισσεύει», είπε και πρόταξε το ποτήρι της στον Έρικ να το γεμίσει και πάλι.

     «Έχεις δίκιο, αγάπη μου. Θα μπερδεύτηκα», σάστισε η Μαντλίν. Μάζεψε το παραπανήσιο σερβίτσιο και πήγε στην κουζίνα. Όταν ήταν σίγουρη ότι πλέον δεν την έβλεπαν, το άφησε στον πάγκο και το χάιδεψε.

     «Άννι μου», είπε η σκιά κάτω απ’ τα μάτια της χάλασε.

 

libron circles

 

Ο Μάρτιν δυνάμωσε τη μουσική στο αυτοκίνητο. Όλη η πόλη ήταν στολισμένη. Ο κόσμος χαμογελούσε, το χιόνι είχε καλύψει τα πάντα και κάποιοι άστεγοι προσπαθούσαν. Είχε κατά νου εκείνο το συνοικιακό μπαράκι με τον πιο περίεργο μπάρμαν στην περιοχή. Ήθελε να συνοδεύσει το ποτό του με ζωντανή μουσική. Έστριψε στον παράδρομο και κινήθηκαν μπροστά απ’ το πατρικό της Ίριδας.

     «Εδώ δεν είναι το–»

     «Εδώ είναι», τη διέκοψε ο Μάρτιν.

     Τον κοίταξε. Εκείνος μόνο ψιθύριζε στοίχους απ’ όσα άκουγε. Το μυαλό της Τζέσικα γύρισε πίσω στον χρόνο. Τότε που οι δυο τους είχαν τόσα να κάνουν μ’ εκείνη την περίεργη απαγωγή.

     «Έχεις περάσει να τον δεις από τότε;»

     Ο Μάρτιν ξαφνιάστηκε και κοκάλωσε το αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου.

     «Αυτόν σκεφτόμουν κι εγώ», της απάντησε.

     «Περίεργη υπόθεση, Μάρτιν. Πολλή περίεργη».

     «Όλα τέλειωσαν, ξέχνα την. Έχουμε τόσα άλλα μπροστά μας», ξεκίνησε να της πει, αλλά κι αυτός χάθηκε στις σκέψεις του.

     «Πήγες και τον είδες, έτσι δεν είναι;»

     Ο Μάρτιν μόνο κούνησε το κεφάλι και την κοίταξε στα μάτια.

     «Είναι παραμονή Χριστουγέννων ξέρεις, και δέχθηκες να πιούμε. Τι θες τώρα;»

     Η Τζέσικα είδε την έκφρασή του ν’ αλλάζει. Το βλέμμα του σκοτείνιασε. Δεν θέλησε να συνεχίσει την κουβέντα. Αυτό το ποτό ήταν η ευκαιρία να χαλαρώσουν. Είχαν τόση πίεση στη δουλειά και ήταν πραγματικά κρίμα να χαθεί η ευκαιρία τους αυτή. Και η μουσική στο αυτοκίνητο γινόταν όλο και καλύτερη.

«…But the beat of your heart

is alone in the dark…»

     Η Τζέσικα ανέβασε την ένταση και άνοιξε το παράθυρο. Χιόνι παντού.

     «Κάτι προσπαθούσε να μου πει, αυτός ο καριόλης. Κάτι με τα μάτια του», σιγομίλησε ο Μάρτιν, αλλά οι λέξεις χάθηκαν στη στιγμή.

 

libron circles

 

«Μήπως θέλετε κάτι να σας φέρουμε; Θα κατέβουμε για καφέ», ρώτησαν οι φύλακες, αλλά η νοσηλεύτρια είχε αλλού τον νου της. Η Χέλμθα κοίταξε την ώρα και τους χαμογέλασε. Είχε πάει δέκα και είκοσι. Πήρε την ένεση και μπήκε στο Β12. Βρήκε τον Πόζεκ καθιστό στο κρεβάτι του και ξυπόλητο, με το βλέμμα χαμένο. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και η φιγούρα τη δυσκόλευε. Άναψε το φως και τον πλησίασε.

     «Ελάτε να σας βοηθήσω να ξαπλώσετε», του είπε αλλά εκείνος σήκωσε το δεξί του χέρι –ακόμα γεμάτο επιδέσμους– χωρίς να της αφήσει περιθώρια. Το βλέμμα του πέρασε κι απ’ τη σύριγγα. 

     «Ξέρετε… είναι η ώρα για την ένεσή σας και–»

     Ο Πόζεκ σηκώθηκε και με συρτά βήματα πέρασε από δίπλα της. Στάθηκε μπροστά απ’ τον διακοσμητικό καθρέφτη. Η Χέλμθα δεν αντέδρασε. Γνώριζε ότι κάποιοι ασθενείς είχαν τις ιδιαιτερότητές τους και αυτός, στο Β12, ήταν ένας απ’ όλους. Ο Πόζεκ ακούμπησε το πληγωμένο του χέρι στο τζάμι του καθρέφτη και με αργές κινήσεις έκανες λες και το χάιδευε. Οι γάζες φάνηκε να καθαρίζουν τη σκόνη. Ήθελε να δει καλύτερα.

     «Ελάτε, κύριε, να σας βοηθ–».

     Με μια απότομη κουτουλιά έσπασε τον καθρέφτη. Τα γυαλιά σκόρπισαν πάνω του και μυρωδιά από ζεστό αίμα διαχύθηκε στον χορό. Η Χέλμθα τινάχτηκε, η ένεση της έπεσε κάτω και έτρεξε γρήγορα να τον βοηθήσει. Ο Πόζεκ την άφησε να κάνει ό,τι έπρεπε και με τα ίδια συρτά βήματα κάθισε στο κρεβάτι. Η πληγή στο κούτελο ήταν βαθιά.

     «Αφήστε την πετσέτα πάνω στην πληγή και πάω να σας φέρω γάζες. Παναγιά μου!» είπε η νοσηλεύτρια και έτρεξε στην αποθήκη του ορόφου.

     Εκείνος γέλασε. Δεν πόναγε, δεν τον ενδιέφεραν τα κοψίματα, ούτε το αίμα. Μόνο που δεν μπορούσε να το γευτεί πια. Αυτό τον ενοχλούσε.

     Σηκώθηκε πάλι καθιστός στο κρεβάτι και κοίταξε την ένεση στο πάτωμα. Με τα δάχτυλα των ποδιών του –εξοικειωμένος πια– την έφερε πάνω στα σεντόνια. Την έσπρωξε κάτω απ’ το μαξιλάρι του και ξάπλωσε· όπως ήταν πριν. Αίμα συνέχισε να στάζει και τον ενόχλησε στα βλέφαρα. Τα σκούπισε και είδε την πετσέτα στο πάτωμα. Για λίγο προβληματίστηκε, αλλά ό,τι κι αν είχε συμβεί, δεν είχε χάσει τελείως τη σπιρτάδα της σκέψης του.

     Δεν πειράζει. Άσ’ την εκεί κάτω. Αρκεί που τώρα έχω κάτι κι εγώ να παίξω, σκέφτηκε και έκλεισε τα μάτια. Θα έπρεπε να προσποιηθεί τον λιπόθυμο.

     Η Χέλμθα μπήκε μέσα σαν φως. Κρατούσε συσκευασίες από γάζες και ράμματα. Το κόψιμο δεν θα έκλεινε αλλιώς.

     «Να είστε ήρεμος, κύριε, και έχω ειδοποιήσει την προϊσταμένη της βάρδιας και τον γιατρό. Θα έρθει και κάποιος να μαζέψει τα γυαλιά από κάτω. Μην ανησυχείτε, όλα θα είναι μια χαρά», είπε και φόρεσε τα γάντια της.

     Της μοιάζει πολύ, σκέφτηκε και Πόζεκ και για πρώτη φορά το πρόσωπό του τέντωσε κάτι σαν χαμόγελο.

 

libron circles

 

Η Μαντλίν βρήκε τον Έρικ και την Ίριδα να ξαναγεμίζουν τα ποτήρια. Τα μάτια της ήταν πιο κόκκινα απ’ το κρασί, αλλά κανείς δεν της είπε κάτι. Μπορούσαν να καταλάβουν. Οι γιορτές, η ομοιότητα, το οικογενειακό τραπέζι, η συνήθεια, το περισσευούμενο πιάτο· μετά από τόσα χρόνια δεν θα μπορούσε η Μαντλίν να στρώσει διαφορετικά το τραπέζι.

     «Αγάπη μου», της είπε ο Έρικ και άφησε το ποτήρι του, «τα κεριά ξεχάσαμε».

     Η Ίρις έβγαλε τον αναπτήρα απ’ την τσέπη και έκανε την κίνηση. Οι γονείς της ξαφνιάστηκαν. Αντάλλαξαν κάποιες ματιές, αλλά ήταν ήδη αργά.

     «Δεν θέλω σχόλια τώρα, είναι Χριστούγεννα», τους είπε και άναψε το ένα κερί. Είδε τη φωτιά να μεγαλώνει, να τροφοδοτείται απ’ το κερί και να σχηματίζει φως. Το βλέμμα της λες και βυθίστηκε στο εσωτερικό της φλόγας. Εκεί που και τότε είχε παίξει μαζί του.

     «Ίρις μου;» τη διέκοψε ο Έρικ και της πήρε τον αναπτήρα.

     «Μην τ’ ανάψεις!» του είπε αλλά ήδη ήταν αργά.

     Η Ίρις το κοίταξε. Η ίδια φλόγα, η ίδια κίνηση, η ίδια στιγμή.

     «Εδώ είσαι κι εσύ», είπε με φωνή χαμηλή και μια κίνηση πέρασε. Το κερί έσβησε. Η Μαντλίν κοίταξε τον Έρικ. Δεν υπήρχαν απαντήσεις. Ένας αέρας στον χώρο και η Ίρις χαμογέλασε. Σηκώθηκε, έφερε πίσω το πιάτο απ’ την κουζίνα, το έβαλε στη θέση του και σέρβιρε.

     «Καλά Χριστούγεννα σε όλους μας λοιπόν», είπε και σήκωσε το ποτήρι. 

 

 based on the book «ε.σύ»